Νομισματική πολιτική

FILE PHOTO: Euro, Hong Kong dollar, U.S. dollar, Japanese yen, pound and Chinese 100 yuan banknotes are seen in this picture illustration, January 21, 2016. REUTERS/Jason Lee/Illustration/File Photo

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ πιστεύει πως όλες οι χώρες πρέπει να είναι προετοιμασμένες για τυχόν διάλυση της Ευρωζώνης, με ευθύνη της Γερμανίας και της πολιτικής που έχει υιοθετήσει μετά την υιοθέτηση του ευρώ (μισθολογικό dumping), παράγοντας πλεονάσματα εις βάρος όλων των άλλων εταίρων της. Ειδικά μετά το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους που η ίδια προκάλεσε, αρνούμενη στην Ελλάδα τη στήριξη που όφειλε να είχε.

Στα πλαίσια αυτά, μία εξειδικευμένη ομάδα της Ελληνικής Λύσης έχει αναλάβει την εκπόνηση σχεδίου προετοιμασίας ενός παράλληλου φορολογικού νομίσματος, αποκλειστικά και μόνο για ώρα ανάγκης, συμβατού όμως με τη νομοθεσία της Ευρωζώνης για να είναι νόμιμο. Επίσης ενός ιδιωτικού νομίσματος για άμεση υιοθέτηση, όπως υπάρχει σε άλλες χώρες, έτσι ώστε να αυξηθεί η ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας.

Το παράλληλο νόμισμα

Όσον αφορά το παράλληλο νόμισμα, υπάρχουν πολλές διαφορετικές προτάσεις, ενώ η ιδέα είχε συζητηθεί πριν από τη δημιουργία του ευρώ – με την έννοια της αρχικής εισαγωγής του ευρώ ως συμπληρωματικού των εθνικών νομισμάτων, έτσι ώστε να ήταν ηπιότερη η μετέπειτα ολοκληρωτική μετάβαση. Η ιδέα αυτή απορρίφθηκε, πιθανότατα από τη Γερμανία, η οποία δεν είχε επίσης διατηρήσει το «ανατολικό μάρκο» μετά την ένωση της – παρά το ότι ο τότε υπουργός οικονομικών της (O. Lafontaine) είχε τεθεί υπέρ.

Ουσιαστικά βέβαια στις σύγχρονες χρηματοπιστωτικές αγορές δεν χρειάζεται άδεια για την εκτύπωση χρημάτων, αφού τα ομόλογα είναι χρήματα – οπότε μία χώρα είναι σε θέση να τυπώσει ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου μικρής αξίας, όπως τα IOU, τα οποία δεν έχουν τυπικά την ιδιότητα του νόμιμου χρήματος που απαγορεύεται από τις συνθήκες της Ευρωζώνης. Έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μία πηγή ρευστότητας για εκείνα τα κράτη που δεν είναι σε θέση να δανεισθούν από τις αγορές ομολόγων – ενώ μία άλλη δυνατότητα είναι τα «φορολογικά πιστωτικά πιστοποιητικά» (TCC, Tax Credit Certificates), όπως περίπου το «φορολογικό νόμισμα» που έχει αναφερθεί από την Ιταλία, με τις διάφορες μορφές του.

Με τον τρόπο αυτό μία κυβέρνηση ουσιαστικά «τιτλοποιεί» τις μελλοντικές φορολογικές υποχρεώσεις των Πολιτών της, δημιουργώντας μία πίστωση φόρου που δεν υπολογίζεται στο δημόσιο χρέος – ενώ μπορεί να αυξηθεί η ζήτηση τους εάν, για παράδειγμα, οι εργοδότες υποχρεωθούν να πληρώνουν οποιαδήποτε αύξηση των μισθών των εργαζομένων τους με αυτό το «νόμισμα» ή το δημόσιο τους υπαλλήλους και τους προμηθευτές του.

Εκτός αυτού, για να προστατευθούν οι ισολογισμοί των τραπεζών, η κυβέρνηση θα μπορούσε να φορολογεί τις αναλήψεις χρημάτων και τις μεταφορές τους στο εξωτερικό, με το ποσοστό της έκπτωσης τους σε σχέση με το ευρώ – σημειώνοντας πως επειδή το κόστος εργασίας θα επιμεριζόταν στο ευρώ και στο νέο παράλληλο νόμισμα, θα μειωνόταν σε όρους ευρώ. Επομένως θα αυξανόταν η ανταγωνιστικότητα της χώρας και θα βοηθιόνταν οι εξαγωγές – ιδιαίτερα αυτές που είναι εντάσεως εργασίας, όπως ο τουρισμός.

Ιστορικό παράδειγμα τώρα νομισμάτων «IOU» είναι αυτά που υιοθετήθηκαν το 2009 στην  Καλιφόρνια, παράλληλα στο δολάριο –τα οποία εξαγοράσθηκαν αργότερα από το κράτος, όταν αντιμετωπίσθηκε η κρίση. Επίσης αυτά που κυκλοφόρησαν στις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου από το Βορά, για τη χρηματοδότηση του κόστους του πολέμου – η από την Αργεντινή κατά την κρίση χρέους του 2001, αν και ήταν μόνο η προετοιμασία για την αποδέσμευση του νομίσματος της από το δολάριο.

Βέβαια, καμία από τις προσπάθειες αυτές δεν διήρκεσε αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να είναι σε θέση να κρίνει κανείς εάν βοηθάει στην άνοδο της ανταγωνιστικότητας μίας χώρας – προφανώς ούτε στα πλαίσια μίας νομισματικής ένωσης, όπως η Ευρωζώνη. Ίσως μόνο η περίπτωση της Alberta το 1936 να μοιάζει, όπου όταν ξεκίνησε ένα τέτοιο πρόγραμμα οι άνεργοι πληρωνόταν με πιστοποιητικά αξίας 1 $ – τα οποία δύο χρόνια αργότερα εξαργυρώθηκαν με 1 $ Καναδά.

Σε κάθε περίπτωση, η μεταβλητότητα και η σχετική έλλειψη ρευστότητας τέτοιων νομισμάτων δεν τα κάνουν αρκετά δημοφιλή στους αποδέκτες τους – ενώ θεωρείται πως εάν καθοριζόταν μία ισοτιμία ανταλλαγής 1:1 σε σχέση με το ευρώ, όλοι θα προσπαθούσαν να τα ανταλλάξουν άμεσα, με αποτέλεσμα τη βραχυκύκλωση του συστήματος. Υπενθυμίζουμε εδώ το νόμο του Gresham, σύμφωνα με τον οποίο τα εξής:

«Εάν μία κυβέρνηση υποτιμάει δια νόμου, τεχνητά δηλαδή, ένα είδος νομίσματος, σε σχέση με κάποιο άλλο, τότε το υποτιμημένο νόμισμα είτε θα εγκαταλείψει τη χώρα, είτε θα εξαφανισθεί από την κυκλοφορία, επειδή θα συσσωρεύεται (δεν θα δαπανάται) από τους κατόχους του».

Το ιδιωτικό νόμισμα

Όσον αφορά τώρα τα συμπληρωματικά νομίσματα (Complementary currencies), δεν πρόκειται για εθνικά νομίσματα, δεν είναι συνήθως νόμιμα χρήματα και η χρήση τους βασίζεται στη συμφωνία αυτών που τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Κυκλοφορούν δε ήδη αρκετά σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, οπότε δεν θα μπορούσε να έχει καμία απολύτως αντίρρηση η ΕΚΤ – ενώ θα αποτελούσαν σίγουρα βοήθεια για την Ελλάδα, στη δεινή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Πολύ ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι το συμπληρωματικό ελβετικό σύστημα WIR – το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να υιοθετήσει άμεσα η Ελλάδα.

Αναλυτικότερα, ο «κύκλος οικονομικής συνεργασίας» ιδρύθηκε στην Ελβετία το 1934, από 16 άτομα – μιμούμενος τη δανέζικη συνεταιριστική J.A.K (Afregningscentralen), η οποία είχε υιοθετήσει, το ίδιο έτος, ένα πανομοιότυπο «σύστημα διακανονισμού πληρωμών χωρίς μετρητά». Ο στόχος της συγκεκριμένης κίνησης, η οποία πήρε τραπεζική άδεια το 1936, ήταν η αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων ρευστότητας, τα οποία είχε δημιουργήσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – όπου τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά «αποθήκευαν» τα χρήματα τους, αντί να τα επενδύουν, με αποτέλεσμα να εντείνεται η κρίση ρευστότητας, καθώς επίσης η πιστωτική ασφυξία.

Περαιτέρω, ο «κύκλος οικονομικής συνεργασίας» ιδρύθηκε από επιχειρηματίες, από ικανότατους και δραστήριους επαγγελματίες καλύτερα, οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να περιμένουν βοήθεια από κανέναν άλλο, παρά μόνο από τον εαυτό τους. Στα πλαίσια αυτά, δημιούργησαν το συμπληρωματικό νόμισμα «WIR», το οποίο βασίσθηκε στη θεωρία του «ελεύθερου συναλλάγματος» του S.Gesell – σύμφωνα με τον οποίο τα χρήματα πρέπει να είναι οι υπηρέτες του ανθρώπου και όχι οι «εσαεί» δυνάστες του.

Η τιμή του συγκεκριμένου νομίσματος, το οποίο κυκλοφορεί έκτοτε στην Ελβετία παράλληλα, είναι συνδεδεμένη με το ελβετικό φράγκο, με ισοτιμία 1:1 – ενώ το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι η ελευθερία από τη σκλαβιά των τόκων.

Ο βασικός στόχος της «κίνησης», της ομάδας δηλαδή που δημιούργησε το «WIR», ήταν η αύξηση της κυκλοφορίας των χρημάτων – τα οποία, αποταμιευόμενα λόγω της κρίσης και του αποπληθωρισμού, μείωναν επικίνδυνα τη ρευστότητα. Επομένως, έπρεπε να δοθεί ένα «κίνητρο ταχύτερης ανακύκλωσης» στους κατόχους του νέου νομίσματος – οι οποίοι ήταν κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ελβετίας.

Το κίνητρο αυτό, με βάση το οποίο οι επιχειρήσεις που συναλλάσσονταν μεταξύ τους  με το «WIR», δεν το αποταμίευαν καθόλου, οπότε αυξανόταν ο τζίρος τους, ήταν ο άτοκος χαρακτήρας των καταθέσεων τους – οπότε, αφού δεν εισέπρατταν τόκους, δεν κέρδιζαν δηλαδή από το κεφάλαιο τους, αναζητούσαν άλλους τρόπους κερδοφορίας, επενδύοντας το.

Στο ξεκίνημα του νομίσματος, όχι μόνο δεν τοκίζονταν οι καταθέσεις στην τράπεζα (εναλλακτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα) που δημιουργήθηκε για το σκοπό αυτό αλλά, αντίθετα, επιβαρυνόντουσαν οι «αποταμιεύσεις» με ένα ποσόν, έτσι ώστε να καλύπτεται το λειτουργικό κόστος της – με αποτέλεσμα  να είναι ακόμη μεγαλύτερο το κίνητρο «ανακύκλωσης» των χρημάτων (ακόμη και σήμερα, οι καταθέσεις σε «WIR» είναι άτοκες).

Η ιδιωτική πρωτοβουλία άλλαξε το 1998 την ονομασία της σε «WIR συνεταιριστική τράπεζα» – η οποία, εκτός από τις φυσιολογική τραπεζική λειτουργία της, διατηρεί το παράλληλο νομισματικό σύστημα «WIR», με το οποίο ενισχύεται η δραστηριότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Στα τέλη δε του 2012 η «WIR συνεταιριστική τράπεζα», με έδρα τη Βασιλεία, απασχολούσε 208 υπαλλήλους, έχοντας συνολικό ισολογισμό ύψους 4,013 δις φράγκα – εκ των οποίων τα 855,3 δις φράγκα ήταν πιστώσεις σε WIR (επίσημη ονομασία νομίσματος CHW), ενώ τα 2,6 δις σε φράγκα (CHF). Ο τζίρος των ισοδύναμων φράγκων με WIR ήταν της τάξης του 1,46 δις.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το καταστατικό του συστήματος, σκοπός του είναι η ενίσχυση των συμμετεχόντων, η εξυπηρέτηση των μεταξύ τους συναλλαγών, καθώς επίσης η εξασφάλιση μεγαλύτερου τζίρου για όλες τις επιχειρήσεις-μέλη του – ενώ ο διακανονισμός των συναλλαγών γίνεται χωρίς μετρητά χρήματα.

Ως μέσον συναλλαγής χρησιμοποιείται ένα χαρτί τύπου επιταγής, το οποίο είναι ουσιαστικά μία εντολή κατάθεσης, καθώς επίσης μία «εντολή πληρωμής WIR». Εκτός αυτού, υπάρχει η αντίστοιχη «πιστωτική κάρτα», η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στο λιανικό εμπόριο και στη γαστρονομία – όπου οι πελάτες μπορούν να συναλλάσσονται με το νόμισμα αυτό, με φράγκα, ή με συνδυασμό και των δύο. Είναι επίσης εφικτές οι ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές, ενώ από το 2008 λειτουργεί και το ανάλογο διαδικτυακό τραπεζικό σύστημα.

Στο συμπληρωματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα συμμετέχουν 50.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, από ολόκληρη την Ελβετία – καθώς επίσης πάνω από 10.000 ιδιώτες, με τραπεζικό λογαριασμό «WIR». Διοργανώνονται δε ετήσια τέσσερις εκθέσεις σε διαφορετικές πόλεις, στις οποίες συναντιούνται οι εκθέτες με τους πελάτες τους  – έτσι ώστε να προωθούνται και να ενισχύονται οι μεταξύ τους συναλλαγές. Τέλος, στις εισόδους εκείνων των καταστημάτων ή ξενοδοχείων, τα οποία αποδέχονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τις συναλλαγές με το «WIR», υπάρχει μία πινακίδα που το αναφέρει.

Συνεχίζοντας, τα χρήματα δημιουργούνται με την έγκριση δανείων από την τράπεζα WIR, όπου ο δανειζόμενος παρέχει ως υποθήκη, ως εγγύηση καλύτερα, ένα περιουσιακό του στοιχείο – όπως συμβαίνει και σε όλες τις άλλες τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι, η WIR τράπεζα δημιουργεί μόνη της χρήματα από το πουθενά – όπως ακριβώς η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, η οποία «ηγείται» του χρηματοπιστωτικού συστήματος του φράγκου.

Οι καταθέσεις σε WIR δεν είναι καλυμμένες με ελβετικά φράγκα – ενώ τα δάνεια, με στόχο τις επενδύσεις κάθε είδους, είναι εγγυημένα με ακίνητα, μέσω άλλων τραπεζών, με ασφάλειες ζωής κοκ. Η τράπεζα δεν έχει κανένα κόστος δημιουργίας χρημάτων, ούτε «αναχρηματοδότησης» των δανείων που παρέχει – με αποτέλεσμα να χρεώνει εξαιρετικά χαμηλούς τόκους, έτσι ώστε να καλύπτεται το κόστος λειτουργίας της.

Περαιτέρω, αν και η επίσημη ισοτιμία του WIR με το ελβετικό φράγκο είναι 1:1, συνήθως ανταλλάσσεται χαμηλότερα στην πραγματική αγορά – με αποτέλεσμα, η διοίκηση του συστήματος να έχει απαγορεύσει (1973) την ανταλλαγή του WIR στα μέλη της, με φράγκα ή με άλλα νομίσματα. Έχει θεσπισθεί δε ποινή για όσα μέλη παρανομούν, με βάση την οποία «απομακρύνονται» από το σύστημα – πληρώνοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό ποσόν.

Η τράπεζα WIR συμπεριφέρεται τόσο αυστηρά, επειδή δεν θέλει να «σαμποταριστεί» το νόμισμα – ενώ, επειδή όλοι γνωρίζουν τη σπουδαιότητα του, ειδικά σε εποχές κρίσεων, τις οποίες καμία χώρα δεν αποφεύγει, οι προσπάθειες διατήρησης του είναι συλλογικές.

Κλείνοντας, το 2000 η WIR τράπεζα επέκτεινε τις συναλλαγές της και σε μη μέλη του συστήματος – έτσι ώστε να αυξήσει περαιτέρω τα δάνεια της προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Φυσικά, η τράπεζα δεν επενδύει στα χρηματιστήρια, ούτε πουθενά αλλού – αφού ο σκοπός της είναι αποκλειστικά και μόνο η δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας, προφανώς δε η ενίσχυση του τζίρου και της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας.

Προηγούμενο άρθροΈντονη κινητικότητα από τον Υποψήφιο Βουλευτή Χίου Κωνσταντίνο Κοσμά.
Επόμενο άρθροΔημοπρατήρια και Συνεταιρισμοί